φάτνωμα

φάτνωμα
το, -ατος
1. καθένα από τα κοίλα τετράγωνα σε σχήμα φάτνης, που σχηματίζονται στην οροφή από τη διασταύρωση των δοκαριών της.
2. η πλάκα με διακόσμηση γλυφών, που επικαλύπτει καθένα από τα κοίλα τετράγωνα της οροφής, το καλυμμάτιο.
3. άνοιγμα σε προπέτασμα, για να περνάει από αυτό ο σωλήνας του πυροβόλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάτνωμα — coffered work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φατνωμάτων — φάτνωμα coffered work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώμασι — φάτνωμα coffered work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώμασιν — φάτνωμα coffered work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματα — φάτνωμα coffered work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματι — φάτνωμα coffered work neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματος — φάτνωμα coffered work neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пятро — выступ над входом на сеновал , мн. пятра – то же, петергофск. (Булич, ИОРЯС 1, 321), потолок гумна из жердей, сеновал , арханг. (Подв.), вятск. (Васн.), перм., казанск., сиб. (Даль), пятерь – то же, новгор. (Даль), укр. п᾽ятра мн., п᾽ятрини мн.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Lacunar — Kassettendecke im Pantheon des Hadrian in Rom. Lacunar (lateinisch „getäfelte Decke“, Ita. lacunari oder cassettone , Pl. cassettoni ), im Griechischen Phatnoma (φάτνωμα) bezeichnet in der Architektur der Antike die vertieften Kassetten, die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”